- νεανικά
- νεᾱνικά , νεανικόςyouthfulneut nom/voc/acc plνεᾱνικά̱ , νεανικόςyouthfulfem nom/voc/acc dualνεᾱνικά̱ , νεανικόςyouthfulfem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Χέγγελ, Γκεόργκ Βίλχελμ Φρίντριχ — (Georg Hegel, Στουτγάρδη 1770 – Βερολίνο 1831). Γερμανός φιλόσοφος. Είναι ο σημαντικότερος εκπρόσωπος του γερμανικού ιδεαλισμού και ο φιλόσοφος με τον οποίο αποκορυφώνεται και τερματίζεται η καθεαυτό κλασική φιλοσοφία. Η ζωή του. Μπήκε στη… … Dictionary of Greek
νύμφη — Τελευταίο νεανικό στάδιο, πριν από το στάδιο του ακμαίου, στα έντομα που υφίστανται μεταμορφώσεις. Στα έντομα που η μεταμόρφωση είναι ατελής (ετερομετάβολα, όπως π.χ. τα ορθόπτερα) η ν. διάγει δραστήρια ζωή και διαφέρει από τα προηγούμενα νεανικά … Dictionary of Greek
Γρηγόριος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Επίσκοπος Νεοκαισαρείας (Νεοκαισάρεια 213; – 270). Η γνωριμία του με τον χριστιανισμό άρχισε μετά τον θάνατο του πλούσιου και ειδωλολάτρη πατέρα του, ο οποίος του έδωσε επιμελημένη αγωγή. Σε ηλικία… … Dictionary of Greek
Καλντερόν ντε λα Μπάρκα, Πέντρο — (Pedro Calderόn de la Barca y Henao, Μαδρίτη 1600 – 1681). Ισπανός θεατρικός συγγραφέας. Γεννημένος σχεδόν σαράντα μετά τον Λόπε ντε Βέγκα και είκοσι μετά τον Τίρσο ντε Μολίνα, ο Κ. καταλαμβάνει στο πλουσιότατο τόξο της θεατρικής παραγωγής του… … Dictionary of Greek
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
Χείρων — Ένας από τους Κενταύρους της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας: ξεχώριζε από τους συντρόφους του, που παρουσιάζονταν άγριοι και σκληροί, με την εξαιρετική σοφία του. Κατά την αρχαία παράδοση, πολλοί ήρωες της αρχαιότητας, μεταξύ των οποίων και ο… … Dictionary of Greek
αγωγή — I Η εξελικτική διαμόρφωση της προσωπικότητας του ανθρώπου, μέσω της επίδρασης που ασκεί το φυσικό και κυρίως κοινωνικό περιβάλλον πάνω στις βιολογικές καταβολές του ατόμου. Συνεπώς, η α., όσο και η ίδια η ζωή του ανθρώπου, υπογραμμίζει την… … Dictionary of Greek
ανθώ — (AM ἀνθῶ, έω) 1. (για φυτά) βγάζω λουλούδια, ανθίζω 2. μτφ. βρίσκομαι στην ακμή της ηλικίας μου 3. μτφ. ευημερώ, είμαι πλούσιος και υγιής, ακμάζω μσν. 1. προέρχομαι, κατάγομαι 2. (μτβ.) κάνω κάτι να φυτρώσει, να εμφανιστεί αρχ. 1. (για τα νεανικά … Dictionary of Greek
γυμνισμός — Φυσιολατρική αντίληψη με πολιτικές, κοινωνικές και θρησκευτικές προεκτάσεις που δέχεται έναν τρόπο ζωής όπου επικρατεί η κοινή γυμνότητα των σωμάτων. Κατά την αρχαιότητα, στον ελλαδικό χώρο φαίνεται πως τηρούσαν στάση ανεκτική απέναντι στη… … Dictionary of Greek